ἀνανήχομαι

Revision as of 18:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A = ἀνανέω, swim, Arist.Resp.475b1 (s. v.l.); rise to the surface, Plu 2.985b: metaph., revive, recover, Ael.NA8.4; ὥσπερ ἐκ κλύδωνος Ph.1.260; ἐκ νόσου λοιμώδους Paus.7.17.1. 2 swim up-stream, Opp.H.1.120:—Act. form ἀνανήξας· διαπλεύσας, Hsch.; cf. ἀνήξεις· κολυμβήσεις (fort. ἀννήξεις· ἀνακ.), Id.

German (Pape)

[Seite 199] = ἀνανέω, Opp. H. 1, 119; ἀνανηξάμενοι Plut. sol. an. 36; act., Orac. Sibyll.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνανήχομαι: ἀποθ., = ἀνανέω, ἐπιπλέω, ἐν τοῖς ὑγροῖς πολὺν χρόνον ἀνανήχεται τὰ ἔντομα τῶν ζῴων Ἀριστ. Περὶ ἀναπν. 9. 8, Πλούτ. 2. 985B: ― μεταφ., ἀναλαμβάνω, ἀνακτῶμαι τὴν ὑγείαν μου, ἐκ νόσου λοιμώδους ἀν. Παυσ. 7. 17, 2.

French (Bailly abrégé)

revenir sur l’eau, surnager.
Étymologie: ἀνά, νήχομαι.

Spanish (DGE)

• Morfología: [act. ἀνανήξας Hsch.]
I 1nadar río arriba ἐκ δ' ἁλὸς ἐς προχοὰς Opp.H.1.120.
2 subir a la superficie δελφῖνες Plu.2.985b
fig. recobrarse ἐκ κλύδωνος Ph.1.260, ἀπὸ νόσου Paus.7.17.2, cf. Ael.NA 8.4.
II nadar Arist.Iuu.475b1.

Greek Monolingual

ἀνανήχομαι (Α)
1. επιπλέω, κολυμπώ, ανέρχομαι στην επιφάνεια υγρού
2. ανακτώ την υγεία μου, αναρρώνω, αναζωογονούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + νήχομαι «πλέω, κολυμπώ»].

Russian (Dvoretsky)

ἀνανήχομαι: выплывать на поверхность (ἐν τοῖς ὑγροῖς Arst.; δελφῖνες ἀνανηξάμενοι Plut.).