τρύγα
Greek Monolingual
η / τρύξ, τρυγός, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρυξ Ν
νεοελλ.
1. η οδοντική τρυγία, η πέτρα τών δοντιών, πουρί
2. χημ. κοινή ονομασία του όξινου τρυγικού καλίου, το κρεμοτάρταρο
3. φρ. «εμετική τρύγα»
(φαρμ.) η ένωση τρυγικό καλιοαντιμονύλιο
μσν.-αρχ.
φρ. «τρύγες στεμφυλίτιδες» και, μόνον μσν., «ἡ ἀπὸ στεμφύλων τρύξ» — ο στεμφυλίτης οίνος
αρχ.
1. κρασί που δεν έχει ακόμη κατακαθήσει, που δεν έχει υποστεί διήθηση, νέο κρασί, μούστος
2. (γενικά) κρασί
3. το κατακάθι του κρασιού, τρυγία
4. (κατ' επέκτ.) το ίζημα και άλλων υγρών, μούργα («ἀπὸ τῆς παχύτητος αὐτοῡ τῆς τρυγὸς παλάθας συντιθεῑσι», Ηρόδ.)
6. μτφ. α) (για μέταλλα) σκουριά
β) (για γέροντα) αποστεωμένος
7. φρ. α) «τρὺξ οἴνου κεκαυμένη» — τρυγικό άλας που απομένει στον πυθμένα και στα πλευρικά τοιχώματα οινοφόρου δοχείου (Διοσκ.)
β) «τροχίσκος τρυγός» — σβώλοι από ξηραμένη τρυγία, που χρησιμοποιούσαν για καθαρισμό αντί για σαπούνι (Θεόφρ.)
8. παροιμ. «τρὺξ κατ' ὀπώρην»
(γλεύκος κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου) λεγόταν για κάτι που είτε δεν έχει ακόμη αποφασιστεί είτε δεν έχει ακόμη διεκπεραιωθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., πιθ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος. Η λ. τρύξ, τόσο μορφολογικώς όσο και σημασιολογικώς, θα μπορούσε να συνδεθεί με το ρ. τρυγῶ (πρβλ. τη σημ. του ρ. «μαζεύω σταφύλια»), ενώ έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι το ρ. τρυγῶ χρησιμοποιήθηκε στην αρχή και με σημ. «μαζεύω σταφύλια» και με σημ. «πατώ σταφύλια για να βγάλω τον χυμό τους» και στη συνέχεια περιορίστηκε στη σημ. τη σχετική με τη συγκομιδή. Η σύνδεση, τέλος, της λ. τρύξ με τον τ. τάργανον δεν θεωρείται πιθανή].