διοίγω
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
v. διοίγνυμι.
French (Bailly abrégé)
c. διοίγνυμι.
English (Slater)
διοίγω
1 split open διοίγετο σάρκες (v. 1. διήγεται) fr. 246b.
Spanish (DGE)
abrir βοᾷ διοίγειν κλῇθρα S.OT 1287, τὰς γνάθους Ar.Ec.852, διοίγων θάλαμον ... χερί E.Fr.285.8, cf. Supp.1205, τοὺς ὀδόντας Hp.Epid.7.88, cf. 5.83, τὸν πόρον Arist.HA 504b5, cf. Thphr.Ign.42, 45, ἐδόκει οἱ ὁ θεὸς διοίξας τὸ στόμα τᾷ χερί τὸ ἕλκος ἀφελεῖν IG 42.123.136 (IV a.C.), en v. pas. διχάδε διοιχθέντες de las figurillas de los silenos que encierran dentro imágenes de la divinidad, Pl.Smp.215b, cf. 222a, Iul.Or.9.187a
•abs. abrir la puerta ἰδοὺ, διοίγω S.Ai.346
•en v. med. abrirse διοίγετο σάρκες Pi.Fr.246b, las puertas, S.OT 1295, διοίγεται ὁ φάρυγξ Arist.PA 664b26, cf. Nic.Fr.74.45, ἄρτι διοιγομένων οὔλων GVI 2039.3 (Mitilene I/II d.C.?), fig. διοιγομένοιο κλύδωνος Q.S.14.496.
Russian (Dvoretsky)
διοίγω:
1) отпирать (κλῇθρα Soph.);
2) открывать, растворять (τὸν πόρον Arst.): διχάδε διοιχθείς Plat. надвое (т. е. широко) раскрытый;
3) вскрывать, разрезать (σφάγια Eur.).