λυμεωνεύομαι

From LSJ
Revision as of 15:50, 25 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα")

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡμεωνεύομαι Medium diacritics: λυμεωνεύομαι Low diacritics: λυμεωνεύομαι Capitals: ΛΥΜΕΩΝΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: lymeōneúomai Transliteration B: lymeōneuomai Transliteration C: lymeoneyomai Beta Code: lumewneu/omai

English (LSJ)

A play or act the λυμεών, Plb.5.5.8.

Greek (Liddell-Scott)

λυμεωνεύομαι: ἀποθ., = λυμαίνομαι, διάφ. γραφ. ἐν Πολυβ. 5. 5, 8.

Greek Monolingual

λυμεωνεύομαι (Α) λυμεών
έχω τη διάθεση να ενεργήσω ως λυμεώνας, καταστρεπτικά («οὗτοι μὲν οὖν λυμεωνευόμενοι ταῦτα καὶ τὰ τοιαῡτα συνεβούλευον», Πολ.).

Russian (Dvoretsky)

λῡμεωνεύομαι: Polyb. v. l. = λυμαίνομαι.