πυλαγόρος
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
English (LSJ)
v. πυλαγόρας.
German (Pape)
[Seite 817] ὁ, = πυλαγόρας, Her. 7, 213. 214. Vgl. auch πυλαγόρας.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. πυλαγόρας.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυλαγόρος -ου, ὁ afgevaardigde naar Thermopylae (voor de Amphictyonische Raad).
Russian (Dvoretsky)
πῠλᾰγόρος: v. l. πυλάγορος, ион. πῠληγόρας ὁ Her., Dem., Aeschin. = πυλαγόρας.