ἀφροσιβόμβαξ
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
ακος, ὁ, A puffing, bustling fellow, Timo 29.
German (Pape)
[Seite 415] (ἄφρων), der alberne Wichtigthuer, Timon. bei D. L. 2, 126, v. l. ἀφρασιβόμβαξ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφροσιβόμβαξ: ὁ, ἄνθρωπος ἄφρων καὶ μάταιος, φανταζόμενος ἑαυτὸν μέγα τι καὶ ἀλαζονευόμενος. Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 2. 126. Ἐν. τῷ Θησ. Στεφ. γράφεται, ἀφροσιβόμβυξ, υκος.
Spanish (DGE)
(ἀφροσῐβόμβαξ) -ακος, ὁ
bocazas, fanfarrón v.l. en Timo SHell.803.
Russian (Dvoretsky)
ἀφροσῐβόμβαξ: ᾰκος ὁ пустой болтун, пустомеля Timon ap. Diog. L.