φλεβονώδης
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
A f.l. for φλεδονώδης (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
φλεβονώδης: πλημμελὴς γραφὴ ἀντὶ φλεβοδονώδης.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α
(εσφ. γρφ.) φλεδονώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφ. γρφ. αντί φλεδονώδης.