βουμελία

From LSJ
Revision as of 08:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουμελία Medium diacritics: βουμελία Low diacritics: βουμελία Capitals: ΒΟΥΜΕΛΙΑ
Transliteration A: boumelía Transliteration B: boumelia Transliteration C: voumelia Beta Code: boumeli/a

English (LSJ)

ἡ, A ash, Fraxinus excelsior, Thphr.HP3.11.4, 4.8.2 (v.l. βουμέλιος, ὁ).

German (Pape)

[Seite 458] ἡ, eine Eschenart, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

βουμελία: ἡ, εἶδος μεγάλης μελίας, πελωρίας δρυός, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 11, 4., 4. 8, 2· -διάφ. γραφ. βουμέλιος, ὁ.

Greek Monolingual

βουμελία, η (Α)
είδος μεγάλης μελίης, φλαμουριάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βου- επιτατικό (< βους) + μελία «φλαμουριά» (πρβλ. βουκόρυζα, βούπαις κ.ά.)].