βουκόρυζα

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμιςAristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουκόρυζα Medium diacritics: βουκόρυζα Low diacritics: βουκόρυζα Capitals: ΒΟΥΚΟΡΥΖΑ
Transliteration A: boukóryza Transliteration B: boukoryza Transliteration C: voukoryza Beta Code: bouko/ruza

English (LSJ)

ης, ἡ, severe cold in the head, Men.1003.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
fuerte coriza o catarro nasal Men.Fr.834, Phot.β 224, Eust.962.16.

German (Pape)

[Seite 456] ἡ, der gewaltige Schnupfen, Men. bei Suid.

Russian (Dvoretsky)

βουκόρυζα:сильнейший насморк Men.

Greek (Liddell-Scott)

βουκόρυζα: -ης, -ἡ, ἰσχυρὸς κατάρρους τῆς ῥινός, Μένανδρ. Ἀποσπ. 413.

Greek Monolingual

βουκόρυζα, η (Α)
ισχυρός ρινικός κατάρρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βου- επιτατικό < βους + κόρυζα «μύξα». Στη λ. βουκόρυζα το α' συνθετικό βου- έχει τη σημ. «μεγάλος» (πρβλ. βουμελία, βούπαις)].