λογίατρος

From LSJ
Revision as of 14:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογίατρος Medium diacritics: λογίατρος Low diacritics: λογίατρος Capitals: ΛΟΓΙΑΤΡΟΣ
Transliteration A: logíatros Transliteration B: logiatros Transliteration C: logiatros Beta Code: logi/atros

English (LSJ)

ὁ, A a physician only in words, Gal.Libr.Propr.1, Id.15.159, al.:—hence λογ-ιατρεία, ἡ, Ph.1.526 (v.l. λογοιατρεία).

Greek (Liddell-Scott)

λογίατρος: ὁ, ἐν λόγοις μόνον ἰατρός, Γαλην. τ. 8, σ. 670F· - ὅθεν λογοϊατρεία, ἡ, Φίλων 1. 526.

Greek Monolingual

λογίατρος, ὁ (Α)
γιατρός μόνο στα λόγια, ψευτογιατρός, κομπογιαννίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο- + ἰατρός (< ἰῶμαι)].