μώριος
From LSJ
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ἡ, A = μανδραγόρας ἄρρην, Dsc.4.75.2, Plin.HN25.148. 2 = στρύχνον ὑπνωτικόν, Dsc.4.75.7, Plin.HN21.180. 3 a plant used in philtres, Hsch.
Greek Monolingual
μώριος, ἡ (Α) μωρός
μτγν.
1. το φυτό μανδραγόρας
2. το φυτό στρύχνον το υπνωτικόν
3. (κατά τον Ησύχ.) «πόα τις. ᾗ πρὸς φίλτρα χρῶνται», φυτό, βότανο που χρησιμοποιούν για μάγια.