κατάδω

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Source

Greek Monolingual

κατᾴδω και καταείδω (Α)
1. (για πουλιά) α) κελαηδώ
β) γεμίζω τον τόπο με το τραγούδι μου
2. τραγουδώ σύμφωνα με κάτι
3. τραγουδώ σύμφωνα με την επιθυμία κάποιου
4. ευχαριστώ ή γοητεύω κάποιον με το τραγούδι μου
5. τραγουδώ επωδή μαγείας
6. ξεκουφαίνω κάποιον με το τραγούδι μου
7. φρ. τραγουδώ σε όλη την έκταση της κλίμακας
8. «κατᾴδειν δεῑπνον» — κάνω ευχάριστο το δείπνο με τραγούδια
9. μέσ. κατᾴδομαι
βάζω κάποιον και μού τραγουδά
10. παθ. με μαγική επωδή εξαναγκάζομαι να πράξω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἄδω «τραγουδώ»].