φοιτητός
From LSJ
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
English (LSJ)
ή, όν, A frequenting: φ. μανία ἐπὶ δεῖπνον Com.Adesp.782 (prob. anap.).
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α φοιτῶ
αυτός που επέρχεται συχνά («φοιτητὴ μανία ἐπὶ δεῑπνον», Κωμ. Αδέσπ.).