κατάκλιση

Revision as of 12:40, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

Greek Monolingual

η (AM κατάκλισις) κατακλίνω
1. το πλάγιασμα ατόμου ή πράγματος, η τοποθέτηση σε πλαγιαστή θέση
2. η θέση που παίρνει κάποιος για να ξεκουραστεί ή για να κοιμηθεί
νεοελλ.
ναυτ. το πλάγιασμα του πλοίου για τον καθαρισμό τών υφάλων ή για επισκευή
μσν.
προσκύνηση
αρχ.
1. το να παρακαθήσει κάποιος σε γεύμα («πολλοῡ τιμῶμαι τὴν παρὰ σοὶ κατάκλισιν», Πλάτ.)
2. το να βρίσκεται κάποιος κλινήρης
3. αστρολ. ωροσκόπιο που λαμβάνεται κατά την ώρα που ο ασθενής βρίσκεται κλινήρης
5. φρ. «ἡ κατάκλισις τοῦ γάμου» — η ευωχία κατά τον πανηγυρισμό ενός γάμου.