ἀρχαιότης
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ητος, ἡ, antiquity, old-fashionedness, Pl.Lg.657b, D.H. Pomp.2; simplicity, Alciphr.3.64; pristine state, ἀποκαταστῆσαι εἰς τὴν ἀ. τῆς αὐτονομίας SIG814.42 (Nero); ancient history, J.Ap.1.1, al.; antiquity, ancient times, D.Chr.31.94.
German (Pape)
[Seite 364] ητος, ἡ, Alter, Alterthümlichkeit, mit tadelndem Nebenbegriff, Plat. Legg. II, 657 b VII, 797 c; Einfalt, Alciphr. 3, 64.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχαιότης: -ητος, ἡ, ἀρχαιότης, παλαιότης, ἀρχαιοτροπία, Πλάτ. Νόμ. 657Β· ἁπλότης, εὐήθεια, ὑπ’ ἀνοίας καὶ ἀρχαιότητος τρόπου Ἀλκίφρ. 3. 64.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
1 sin connotaciones posit. o peyor. antigüedad, lo antiguo τὸ ψέγεσθαι τὴν ἀρχαιότητα Pl.Lg.797c, περὶ δὲ τῆς τοῦ γένους ἀρχαιότητος sobre la antigüedad de la raza (humana) D.S.1.9, διὰ ἀρχαιότητα por (su) antigüedad Corn.ND 20, cf. D.Chr.31.94, ἡ ἀ. τῆς Ἄλβης D.C.7.2, ἡ ἀ. τῆς κωμῳδίας Ath.57a, como tít. de obras Antiquitates περὶ ἀρχαιότητος Ἰουδαίων I.Ap.tít., cf. Origenes Cels.4.11.
2 c. connotaciones posit. antigüedades, nobleza, prosapia διὰ ... τὴν τῆς οἰκίας ἀρχαιότητα Plb.5.6.4.6, τοῦ μονογενοῦς θεότητα καὶ ... ἀρχαιότητα la divinidad y esencia originaria del unigénito Alex.Al.Ep.Alex.50
•ritual antiguo περὶ τὰς θυσίας καὶ τὰς ἀρχαιότητας D.S.1.29
•estado originario εἰς τὴν ἀρχαιότητα τῆς αὐτονομίας IG 7.2713.42 (Acrefia I d.C.).
3 c. connotaciones peyor. el ser anticuado, arcaísmo ἐπικαλοῦσα ἀρχαιότητα acusándo(lo) de anticuado Pl.Lg.657b, ret. ὅ τε πίνος τῆς ἀρχαιότητος la pátina del arcaísmo D.H.Pomp.2, λέξιν ... ὑπ' ἀρχαιότητος διαλανθάνουσαν Eun.VS 496
•simpleza, estulticia ὑπ' ἀνοίας καὶ ἀρχαιότητος τρόπου Alciphr.3.28.1.