Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst
ΜΑ
1. προβάλλω, σηκώνω το κεφάλι πάνω από κάποιον ή από κάτι για να δω
2. έρχομαι στην επιφάνεια, αναδύομαι
αρχ.
1. εξέχω, προεξέχω
2. μτφ. υπερτερώ, υπερβαίνω («πᾱσαν τὴν αἰσθητὴν οὐσίαν ὑπερκύπτειν», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + κύπτω «σκύβω»].