ζεύξη
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
Greek Monolingual
η (AM ζεῡξις)
1. η τοποθέτηση του ζυγού στα δύο υποζύγια
2. ο τρόπος σύνδεσης στον ζυγό
3. η σύνδεση με γέφυρα («πᾱσαν τὴν ζεῡξιν τοῦ Βοσπόρου», Ηρόδ.)
νεοελλ.
(στην ξιφασκία) η διασταύρωση τών ξιφών έτσι ώστε οι λεπίδες τους να αγγίζουν η μία την άλλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. ζεύκ-σις < ζευγ-σις < ζεύγνυμι
πρβλ. αρχ. ινδ. (pra-)yukti-].