ηρεμώ

From LSJ
Revision as of 13:05, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

Greek Monolingual

(I)
(Α ἠρεμῶ, -έω, δωρ. τ. ἀρεμῶ) ηρέμα
είμαι ήρεμος, ησυχάζω, γαληνεύω (α. «η θάλασσα ηρέμησε» β. «κινεῑται ἤ ἠρεμεῑ το πεφυκός», Αριστοτ.)
αρχ.
1. αναγνωρίζω απόφαση, συμμορφώνομαι
2. είμαι ακίνητος, παραμένω αμετάβλητος
3. αναχαιτίζω κάποιον από το να κάνει κάτι.
(II)
ἠρεμῶ, -όω (Μ) ηρέμα
ζω στη μοναξιά, ζω ως ερημίτης.