προσικνούμαι

From LSJ
Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source

Greek Monolingual

-έομαι, Α
1. προσέρχομαι, φθάνωδῆγμα δὲ λύπης οὐδὲν ἐφ' ἧπαρ προσικνεῑται», Αισχύλ.)
2. φθάνω μέχρι... («τόξῳ γὰρ οὔτις πημάτων προσίξεται», Αισχύλ.)
3. πλησιάζω ως ικέτης («προσίζομαι μεσόμφαλον θ' ἵδρυμα Λοξίου πέδον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἱκνοῦμαι «έρχομαι, φθάνω»].