κατήχηση

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source

Greek Monolingual

η (AM κατήχησις) κατηχώ
1. η διδασκαλία τών χριστιανικών δογμάτων σ' εκείνους που προσέρχονταν στη χριστιανική πίστη σύμφωνα με τις αρχές του χριστιανισμού («καὶ τὰς ἐμφερομένας αύτῷ κατηχήσεις μνημόσυνον τῇ ἐκκλησίᾳ», Μηναί.)
2. συνεκδ. το βιβλίο που περιέχει τα χριστιανικά δόγματα και την ορθόδοξη ερμηνεία τους
νεοελλ.
1. η μύηση σε δόγμα ή σε μυστική ενέργεια
2. συστηματική καδοθήγηση κάποιου με σκοπό τον προσεταιρισμό, προσηλυτισμός
αρχ.
1. η διδασκαλία με το τραγούδι ή με πολύ δυνατή φωνή
2. η γοήτευση με τον ήχο
(«δεῑ αὐτῇ τριβῆς πολλῆς καὶ κατηχήσεως χρονίου», Διον. Αλ.)
3. κακή συναναστροφή
4. συνοδεία μονόχορδου οργάνου από όργανα βαρύτερου ήχου που σκεπάζει τον δικό του.