ἁλμυρώδης

Revision as of 07:05, 1 June 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ες, saltish, ῥεῦμα Hp.Epid.1.26.έ; πτύαλον Id.Coac.238, cf. X.Oec.20.12 (Comp.); of soil, impregnated with salt, Thphr.HP8.7.6; hoary, χνοῦς Id.CP6.10.7.

German (Pape)

[Seite 108] ες, salzartig, Hippocr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλμυρώδης: -ες, (εἶδος) ἁλμυρός, ἁλμυρίζων, Ἱππ. Ἐπιδ. 979, Θεόφρ.

Spanish (DGE)

(ἁλμῠρώδης) -ες
de humores corporales salado, salino ῥεῦμα Hp.Epid.1.26.5
de terrenos salino χωρία Thphr.CP 3.17.2
salado, salobre del mar Muerto, I.BI 4.456.

Greek Monolingual

ἁλμυρώδης, -ες (Α) ἁλμυρός
αυτός που αλμυρίζει, ο υφάλμυρος, αλλά και ο αλμυρός
(για εδάφη) εμποτισμένος με αλατούχα συστατικά.