πεντανούμμιον
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
τό, pentanummium, a piece of five sesterces, Zonar.
Greek (Liddell-Scott)
πεντανούμμιον: τό, νόμισμα ἐκ πέντε νούμμων, «ἀσσάριον, πεντανούμμιον ἢ δεκανούμμιον», Ζωναρ. 322.
Greek Monolingual
τὸ, Α
νόμισμα πέντε νούμμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + νοῦμμος «είδος νομίσματος»].