Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
ἐνέπω και ἐννέπω (Α)
1. διηγούμαι, αφηγούμαι («ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῡσα, πολύτροπον», Ομ. Οδ.)
2. μιλώ, συζητώ
3. υποδηλώνω («κτενῶν νιν, ὡς τοὔνειρον ἐννέπει τόδε», Αισχίν.)
4. μιλώ παραινετικά
5. καλώ, ονομάζω
6. αποτείνω τον λόγο.