επανθώ
Greek Monolingual
(Α ἐπανθῶ, -έω)
(για ιδιότητα)
εμφανίζομαι στην επιφάνεια του σώματος (ιδίως του προσώπου) («σεμνή ομορφιά επανθεί στο πρόσωπο της κόρης»
«ἐμοί... ἐπάνθεεν ἁδύ τι κάλλος», Θεόκρ.)
αρχ.
1. ανθώ
2. (για καθετί που εμφανίζεται πάνω σε κάτι σαν άνθος ή χλόη ή χνούδι) εμφανίζομαι σε μια επιφάνεια («λευκὴν τρίχα ἐπανθοῡσαν περὶ τὰ πρόσωπα», Ξεν.)
3. απόλ. εκδηλώνομαι έντονα («τοῦτο τοὐπιχώριον ἀτεχνῶς ἐπανθεῑ», Αριστοφ.)
4. στολίζομαι, λαμπρύνομαι.