εξαναλίσκω

From LSJ
Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...

Source

Greek Monolingual

ἐξαναλίσκω και έξαναλῶ, -όω, Μ και ἐξαναλώνω (AM) αναλίσκω
1. ξοδεύω εντελώς, καταδαπανώ, καταξοδεύω («καὶ τὰ μὲν παρ' έμοῡ ἐξανηλωμένα», Δημοσθ.)
2. εξαντλώ, φθείρω
(«[τὸ ὑγρὸν] ἐξανήλωσεν ὁ ἥλιος», Θεόφρ.)
3. καταστρέφω εντελώς, αφανίζωοὔπω θέλοντος ἐξαναλῶσαι γένος», Αισχύλ.)
μσν.
καταβροχθίζω.