ηράκλειος
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἡράκλειος, -εία, -ον και ἡράκλειος, -ον, επικ. τ. ἡρακλήειος, ιων. τ. ἡρακλήϊος, -η, -ον) [Ηρακλής)]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στον Ηρακλή (α. «ηράκλειος άθλος» β. «βίη Ἡρακλείη» — ο Ηρακλής, Ομ. Ιλ.)
2. φρ. «Ἡράκλειαι στῆλαι» ή «στήλες του Ηρακλέους» — στενός θαλάσσιος πόρος μεταξύ της Μεσογείου και του Ατλαντικού ωκεανού, το σημερ. Γιβραλτάρ, όπου ο Ηρακλής, κατά τη μυθολογία, έστησε σε καθεμιά από τις δύο όχθες από μια στήλη
νεοελλ.
1. γιγαντώδης, τεράστιος, υπερφυσικός («με τον ένα ηράκλειον βραχίονα», Παπαδ.)
2. το ουδ. ως ουσ. βοτ. το ηράκλειο
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη σκιαδανθή, οικογένεια σκιαδοφόρα·