νόηση
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
Greek Monolingual
η (ΑΜ νόησις, Α συνηρ. τ. νῶσις) νοώ
1. η ενέργεια του νοείν, η σύλληψη διά του νου, το σκέπτεσθαι, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι
2. η ικανότητα και η διαδικασία της δημιουργίας εννοιών και κρίσεων και η συσχέτισή τους διά της λογικής λειτουργίας και με βάση ορισμένες αρχές ή νόμους
3. διάνοια, νους («ἀγαθῶν ἀνδρῶν ὁμοφράδμων νόησις», Πλάτ.)
μσν.
σκέψη, ιδέα
μσν.-αρχ.
νόημα
αρχ.
1. έννοια («ἡ κοινὴ τοῦ θεοῡ νόησις», Επίκ.)
2. στον πληθ. αἱ νοήσεις
οι νοητικές λειτουργίες στο σύνολό τους.