ινδάλλομαι

From LSJ
Revision as of 22:55, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10

Greek Monolingual

ἰνδάλλομαι (Α)
1. φαίνομαι όμοιος με κάποιον ή κάτι («θεοῑς... ξένοις... ἰνδαλλόμενοι», Πλάτ.)
2. φαίνομαι, νομίζομαι (α. «ἄλλοι μοι δοκέουσι... ἵπποι, ἄλλοις δ' ἡνίοχος ἰνδάλλεται», Ομ. Ιλ.
β) «τὰ δι' ὀφθαλμῶν ἰνδαλλόμενα ἡμῖν», Αριστοτ.)
3. φαίνομαι, είμαι πια φανερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. (F)ίνδαλον
η λ. πρέπει να προέρχεται από το θ. weid- «βλέπω, γνωρίζω» τών ἰδεῖν, εἶδος. Το -ν- του τ. ἰνδάλλομαι προέρχεται από ένα ενεστ. θ. με διαφορετική σημ., που απαντά στο αρχ. ινδ. vindati «βρίσκω», αρχ. ιρλδ. nad-jannadar «δεν γνωρίζουν»].