κραδασμός

From LSJ
Revision as of 18:00, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κραδασμός Medium diacritics: κραδασμός Low diacritics: κραδασμός Capitals: ΚΡΑΔΑΣΜΟΣ
Transliteration A: kradasmós Transliteration B: kradasmos Transliteration C: kradasmos Beta Code: kradasmo/s

English (LSJ)

ὁ, A vibration, cj. for foreg. in Epicur.l.c., cf. Nicom. Harm.4, 10; tremor, agitation, Simp.in Cael.453.6; τῶν δοράτων Marcellin.Puls.492.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰδασμός: ὁ, παλμώδης κίνησις, Ἐπίκουρ. παρὰ Διον. Λ. 10. 105, Νικομ. Ἁρμον. σ. 8.

Greek Monolingual

ο (AM κραδασμός) κραδαίνω
δόνηση, ταλάντευση, τρομώδης ή παλμική κίνηση («τῷ γινομένῳ περὶ τοῖς ἐξακοντισμοῑς τῶν δοράτων κραδασμῷ», Μαρκελλίν.)
νεοελλ.
1. η παλμική κίνηση του σωλήνα τών μικρών ιδίως πυροβόλων η οποία παράγεται κατά τη βολή κάθετα προς τον άξονα του
2. (κτην.) πάθηση τών ιπποειδών που οφείλεται στην προς τα έξω απόκλιση τών ακροταρσίων.