κεφαλισμός

From LSJ
Revision as of 18:43, 29 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "στοιχεῑ" to "στοιχεῖ")

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλισμός Medium diacritics: κεφαλισμός Low diacritics: κεφαλισμός Capitals: ΚΕΦΑΛΙΣΜΟΣ
Transliteration A: kephalismós Transliteration B: kephalismos Transliteration C: kefalismos Beta Code: kefalismo/s

English (LSJ)

ὁ, A multiplication table of single numbers from one to ten, Arist.Top.163b25 (pl.), cf. Suid.

German (Pape)

[Seite 1428] ὁ, die Multiplication der Zahlen von eins bis zehn mit einander, das Einmaleins, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλισμός: ὁ, ὁ πίναξ τοῦ πολλαπλασιασμοῦ ἀπὸ τοῦ ἑνὸς μέχρι τῶν δέκα, Ἀριστ. Τοπ. 8. 14, 5, πρβλ. Σουΐδ. ― (ὡς εἰ ἐκ τοῦ κεφαλίζω).

Greek Monolingual

κεφαλισμός, ὁ (Α) κεφαλή
ο πίνακας του πολλαπλασιασμού από το ένα μέχρι το δέκα («ἐν γεωμετρίᾳ πρό ἔργου το περί τά στοιχεῖα γεγυμνάσθαι, καί ἐν ἀριθμοῑς το περί τους κεφαλισμούς προχείρως ἔχειν», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

κεφᾰλισμός: ὁ таблица умножения чисел первого десятка Arst.