ἀναφορεύς

From LSJ
Revision as of 18:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναφορεύς Medium diacritics: ἀναφορεύς Low diacritics: αναφορεύς Capitals: ΑΝΑΦΟΡΕΥΣ
Transliteration A: anaphoreús Transliteration B: anaphoreus Transliteration C: anaforeys Beta Code: a)naforeu/s

English (LSJ)

ὁ, A bearer, bearing-pole, LXX Ex.25.12(13) sq., al. II = τελαμών, Eust.243.31.

German (Pape)

[Seite 214] ὁ, ein jedes Werkzeug, an dem etwas aufgehängt und getragen wird, Tragseil; auch ein Querholz, das über die Schultern gelegt wird, um an den Enden desselben aufgehängte Lasten zu tragen, wie eine Wassertrage, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφορεύς: έως, ὁ, ὁ ἀνέχων, ὁ ἀναβαστάζων. 1) μακρὸν ξύλον, «μανέλλα», πρὸς μετακομιδὴν βαρέων πραγμάτων, «ποιήσεις δὲ ἀναφορεῖς ξύλα ἄσηπτα» Ἑβδ. (Ἔξοδ. κε΄, 12). «Εἰσάξεις τοὺς ἀναφορεῖς εἰς τοὺς δακτυλίους (τῆς κιβωτοῦ)» κτλ., αὐτόθι 13· ἴδε ἀνάφορος 2) = τελαμών, «τελαμὼν δὲ ξίφους ἢ ἀσπίδος ὁ ἀναφορεύς», Εὐστ.

Spanish (DGE)

-έως, ὁ
1 plu. andas ποιήσεις δὲ ἀναφορεῖς ξύλα ἄσηπτα LXX Ex.25.13, cf. Nu.4.6
de la Cruz, ὁ ἀληθινὸς βότρυς, ὁ ἐπὶ τῶν ξυλίνων ἀναφορέων ἑαυτὸν δείξας Gr.Nyss.Hom.in Cant.98.14.
2 sg. como sinónimo de τελαμών correaje Eust.243.31.