ἐγκαινισμός
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
ὁ, = ἐγκαίνισις (consecration), ib. 1 Ma. 4.56 (v.l. ἐγκαινιασμός), Nu. 7.10, al.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαινισμός: ὁ, καθιέρωσις, Ἑβδ. (1 Μακκ. δ΄, 56, πρβλ. ἐγκαίνια)· ὡσαύτως, ἐγκαίνισις, ἡ, καὶ ἐγκαίνισμα, τό, Ἑβδ. ΙΙ. πνευματικὴ ἀναγέννησις, Βασίλ.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 renovación ἓν γάρ ἐστι τὸ βάπτισμα καὶ εἷς ὁ ἐ. Epiph.Const.Haer.59.2.3, cf. 59.2.5, Basil.M.31.1488A.
2 en relig. jud.- crist. consagración c. gen. τοῦ θυσιαστηρίου LXX Nu.7.10, 11, 84, 1Ma.4.56, 59, τοῦ βωμοῦ LXX 2Ma.2.19, Ath.Al.M.28.304C, τοῦ ἱεροῦ τοῦ κυρίου LXX 1Es.7.7, cf. Ps.29.tít., Gr.Nyss.Pss.88.16, Basil.M.29.305C, (πάντες) ἐποίησαν τὰ ἐγκαίνια, καὶ προσήνεγκαν εἰς τὸν ἐγκαινισμόν Ath.Al.Apol.Const.18
•dedicación τῆς εἰκόνος LXX Da.3.2, 3.3θ.
3 fig. inauguración ὁδοῦ del «camino» abierto por Jesucristo, Thdt.M.82.752A, cf. Chrys.M.63.139.
Greek Monolingual
ἐγκαινισμός, ο (AM)
ανακαίνιση, ανανέωση.