ἄφερτος

From LSJ
Revision as of 17:04, 14 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄφερτος Medium diacritics: ἄφερτος Low diacritics: άφερτος Capitals: ΑΦΕΡΤΟΣ
Transliteration A: áphertos Transliteration B: aphertos Transliteration C: afertos Beta Code: a)/fertos

English (LSJ)

ον, A insufferable, intolerable, A.Ag.386 (lyr.), al.; κακόν Id.Eu. 146 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 409] (φέρω), unerträglich, oft bei Aesch. κακόν, νόσος u. ä., Ag. 392 Eum. 141.

Greek (Liddell-Scott)

ἄφερτος: -ον, ἀφόρητος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 386, 395, 564, 1103, 160, Εὐμ. 146.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
intolérable.
Étymologie: , φέρω.

Spanish (DGE)

-ον
insoportable χειμών A.A.564, cf. 395, νόσος A.Eu.146, A.1103, μόρος A.Ch.442, A.1600, ἄφερτα κήδη A.Ch.469, Πειθώ, ... παῖς ἄ. Ἄτας A.A.386.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄφερτος, -ον)
αφόρητος, ανυπόφορος
νεοελλ.
1. εκείνος τον οποίο δεν έχουν φέρει ακόμη
2. αυτός που δεν έχει έλθει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + φερτός < φέρω.

Greek Monotonic

ἄφερτος: -ον (φέρω), αφόρητος, ανυπόφορος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἄφερτος: невыносимый, нестерпимый (πρόστριμμα, κακόν Aesch.).

Middle Liddell

φέρω
insufferable, intolerable, Aesch.

English (Woodhouse)

hard to bear

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)