νεότμητος

From LSJ
Revision as of 16:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεότμητος Medium diacritics: νεότμητος Low diacritics: νεότμητος Capitals: ΝΕΟΤΜΗΤΟΣ
Transliteration A: neótmētos Transliteration B: neotmētos Transliteration C: neotmitos Beta Code: neo/tmhtos

English (LSJ)

Dor. νεό-τμᾱτος, ον, A newly cut off, divided, Pl.Ti.80d, Theoc.7.134, A.R. 3.857, Dsc.2.70.

German (Pape)

[Seite 245] frisch, eben erst geschnitten, abgeschnitten; Plat. Tim. 80 d; Theocr. 7, 134; κρηπῖδες, Luc. adv. ind. 6.

Greek (Liddell-Scott)

νεότμητος: Δωρ. -τμᾱτος, ον, ὁ νεωστὶ τμηθείς, ἀποσπασθείς, κατακοπείς, διαιρεθείς, Πλάτ. Τίμ. 80D, Θεόκρ. 7. 134, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouvellement coupé ou taillé.
Étymologie: νέος, τέμνω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α νεότμητος και δωρ. τ. νεότματος, -ον)
αυτός που κόπηκε ή τεμαχίστηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + τμητός (< τέμνω), πρβλ. ρινό-τμητος, ημί-τμητος].

Greek Monotonic

νεότμητος: Δωρ. -τμᾶτος, -ον, φρεσκοκομμένος, αυτός που πρόσφατα κόπηκε, που μόλις αποσπάστηκε, που διαιρέθηκε πριν λίγο, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

νεότμητος: дор. νεότμᾱτος 2
1) свежесрезанный (τὰ νεότμητα καρπῶν Plat.; οἰνάρεα Theocr.);
2) свежескроенный (κρηπῖδες Luc.).

Middle Liddell

νεό-τμητος, δοριξ νεό-τμᾱτος, ον,
newly cut, Theocr.