ἐγχρώζω
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
German (Pape)
[Seite 714] = Folgdm, übertr. νόμον ἐν τοῖς ἄθεσι καὶ τοῖς ἐπιτηδεύμασι τῶν πολιτῶν ἐγχρώζεσθαι δεῖ Archyt. Stob. fl. 43, 134.
Greek Monolingual
ἐγχρῴζω και ἐγχρωννύω και ἐγχρώννυμι (Α)
1. χρίω
2. (το παθ.) ἐγχρῴζομαι
α) χρωματίζομαι, γίνομαι ανεξίτηλο χρώμα
β) συνδέομαι στερεά.
Russian (Dvoretsky)
ἐγχρώζω: и ἐγχρώννῡμι
1) окрашивать (ἡ λευκότης ἐγκέχρωσταί τινι Arst.);
2) запечатлевать, проникать, pass. укореняться (πάθος ἐγκεχρωσμένον τῷ βίῳ Arst.).