εὐδαιμονισμός

From LSJ
Revision as of 12:50, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδαιμονισμός Medium diacritics: εὐδαιμονισμός Low diacritics: ευδαιμονισμός Capitals: ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: eudaimonismós Transliteration B: eudaimonismos Transliteration C: evdaimonismos Beta Code: eu)daimonismo/s

English (LSJ)

ὁ, A thinking or calling happy, predication of happiness, Arist.Rh.1367b34, EN1127b18, Plu.Pel.34, etc.: pl., ὕμνοι καὶ εὐ. Ph.1.312.al.

German (Pape)

[Seite 1060] ὁ, das Glücklichpreisen, Glücklichschätzen, Arist. rhet. 1, 9 eth. 4, 13 u. Sp., wie Plut. Sull. 6. – Glück, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδαιμονισμός: ὁ, τὸ εὐδαιμονίζειν, Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 34, Ἠθ. Νικ. 4. 7, 13, Πλουτ. Πελοπίδ. 34, κλ. 2) = εὐδαιμονία, Εὐστ. Πονημάτ. 304. 14.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 action de regarder comme heureux;
2 faveur de la fortune, bonheur.
Étymologie: εὐδαιμονίζω.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ εὐδαιμονισμός) ευδαιμονίζω
ο μακαρισμός, το καλοτύχισμα («μακαρισμὸς δὲ καὶ εὐδαιμονισμὸς αὑτοῖς μὲν ταὐτά», Αριστοτ.)
νεοελλ.
φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία ο ύψιστος σκοπός του ανθρώπου είναι η ευδαιμονίαεπιδίωξη της ατομικής ή κοινωνικής ευδαιμονίας)
μσν.
η ευδαιμονία, η ευτυχία.

Russian (Dvoretsky)

εὐδαιμονισμός:
1) признавание счастливым, приписывание счастья Arst., Plut., Luc.;
2) счастье Plut.