φιλήνωρ
From LSJ
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
English (LSJ)
A v. φιλάνωρ.
German (Pape)
[Seite 1277] ορος, dor. φιλάνωρ, = φίλανδρος; Aesch. u. Pind., s. oben; Col. 204; Mus. 267.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλήνωρ: ἴδε ἐν λέξ. φιλάνωρ.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
qui aime son mari ; conjugal.
Étymologie: φίλος, ἀνήρ.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, ἡ Α
(επικ. τ.) βλ. φιλάνωρ.
Russian (Dvoretsky)
φιλήνωρ: дор. φιλάνωρ, ορος (ᾱ) adj.
1) любящий людей (βιοτά Pind.);
2) любящий мужа: πόθος φ. Aesch. тоска по милому мужу: στίβοι φιλάνορες Aesch. память по милом некогда муже.