ξένια
From LSJ
Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst
French (Bailly abrégé)
English (Thayer)
ξενιας, ἡ (ξένιος, ξένια, ξενιον, and this from ξένος), from Homer down, hospitality, hospitable reception; equivalent to a lodging-place, lodgings: τό μίσθωμα in ἴδιος, 1a.)); Lightfoot on Philippians , p. 9, and on Philemon 1, the passage cited.)
Greek Monolingual
ξένια, ιων. και επικ. τ. ξείνια, τὰ (Α)
βλ. ξένιος.
Russian (Dvoretsky)
ξένια: ион. ξείνια τά
1) (sc. δῶρα) подарки гостю, угощение (ξ. δοῦναι Eur.; ξ. δέχεσθαι Lys.; ξ. πέμπειν Plut.);
2) гостеприимство, радушный прием: ἐπὶ ξείνια καλεῖν τινα Her. позвать кого-л. в гости.