Ἡρόδοτος
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Hérodote :
1 historien célèbre;
2 autres.
Étymologie: Ἥρα, δοτός.
English (Slater)
Ἡρόδοτος son of Asopodoros, of Thebes, victor in Isthmian chariot race.
1 ἀλλ' ἐγὼ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας (I. 1.14) πάντα δ' ἐξειπεῖν, ὅσ ἀγώνιος Ἑρμᾶς Ἡροδότῷ ἔπορεν ἵπποις (Ἡροδότοἰ ἔπορεν coni. Turyn: Ἡροδότῳ πέπορεν Maas) (I. 1.61)
Russian (Dvoretsky)
Ἡρόδοτος: ὁ Геродот (греч. историк, уроженец Галикарнасса в Карии, ок. 485-425 гг. до н. э., автор «Историй» в 9 книгах - «Μουσαι»).