συμποιέω

From LSJ
Revision as of 12:30, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμποιέω Medium diacritics: συμποιέω Low diacritics: συμποιέω Capitals: ΣΥΜΠΟΙΕΩ
Transliteration A: sympoiéō Transliteration B: sympoieō Transliteration C: sympoieo Beta Code: sumpoie/w

English (LSJ)

A help or assist in doing, τι And.1.62, Is.8.16; συμποιοῦντος αὐτοῖς καὶ Φίλωνος PEnteux.55.9, cf. 83.6 (iii B.C.); v. σύν c. II compose jointly with, τοὺς Ἱππέας ξυνεποίησα τῷ φαλακρῷ τούτῳ (i.e. Eupolis in partnership with Aristophanes) Eup.78 (troch.); Εὐριπίδῃ . . συνεποίεις . . τὴν τραγῳδίαν Ar.Fr.580, cf. Th.158; of a sculptor, συμποιεῖσθαι ἄγαλμα μετά τινος Sch.Ar.Nu.857.

German (Pape)

[Seite 988] mit od. zusammen machen, dichten, Ar. Th.. 158; helfen, Andoc. 1, 61; Is. 8, 16; μετά τινος, Luc. Pseudol. 2.

Greek (Liddell-Scott)

συμποιέω: βοηθῶ, συνεργῶ εἰς τὸ ποιεῖν τι, τι Ἀνδοκ. 9. 8, Ἰσαῖ. 70. 29, κλπ· ἴδε σὺν Γ. ΙΙ. ποιῶ ποίημα ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος, τοὺς Ἱππέας ξυνεποίησα τῷ φαλακρῷ τούτῳ (δηλ. ὁ Εὔπολις ἀπὸ κοινοῦ μετὰ τοῦ Ἀριστοφ.) Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 16· Εὐριπίδῃ... συνεποίεις... τὴν μελῳδίαν Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. 231b, πρβλ. Θεσμ. 158 (ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφέλ. 550)· ― ἐπὶ ἀγαλματοποιοῦ, συμποιεῖσθαι ἄγαλμα μετά τινος Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 857.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 faire avec ou ensemble, collaborer;
2 aider à faire, venir en aide.
Étymologie: σύν, ποιέω.

Greek Monotonic

συμποιέω: μέλ. -ήσω, κάνω κάτι από κοινού, συνεργώ, βοηθώ, σε Ισαίο.

Russian (Dvoretsky)

συμποιέω: совместно делать, сотрудничать, помогать Luc.: σ. τι Isae. помогать в чем-л.; σ. τινί τι Eur. сотрудничать с кем-л. в чем-л.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-ποιέω samen doen, samen ondernemen; met acc. samen (met...) schrijven, samen (met...) dichten, met ( acc. en) dat., met μετά + gen. iets met iem.

Middle Liddell

fut. ήσω
to help in doing a thing, Isae.