ἐξαπαρτάομαι
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
German (Pape)
[Seite 870] pass., aufgehängt werden, schweben, Luc. V. H. 1, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαπαρτάομαι: παθ., κρέμαμαι, ἀλλ’ ἄνω μετέωρον ἐξαπηρτημένην (τὴν ναῦν) ἄνεμος ἐμπεσὼν τοῖς ἱστίοις ἔφερε Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. Α. 9.
Greek Monotonic
ἐξαπαρτάομαι: Παθ., κρεμιέμαι από ή πάνω σε, με γεν., σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαπαρτάομαι: быть подвешенным, висеть (μετέωρος ἐξαπηρτημένος Luc. - v. l. ἐξηρτημένος).
Middle Liddell
Pass. to hang from or on, c. gen., Luc.