ἐπιτακτός
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
German (Pape)
[Seite 989] adj. verb. zu ἐπιτάσσω, aufgetragen, befohlen, μέτρον Pind. P. 4, 236 u. A. – Bei Thuc. 6, 67 sind οἱ ἐπίτακτοι die hinten aufgestellten Reservetruppen, wie Plut. Sull. 18 σπεῖραι ἐπίτακτοι. Vgl. ἐπίταγμα.
English (Slater)
ἐπῐτακτός
1 appointed ἐξεπόνησ' ἐπιτακτὸν ἀνὴρ μέτρον (P. 4.236)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἐπίτακτος, -ον) επιτάσσω
νεοελλ.
αυτός που έχει επιταχθεί, κατασχεθεί από την πολιτεία σε ώρα επιστρατεύσεως ή άλλης έκτακτης ανάγκης («επίτακτα σπίτια, αυτοκίνητα, πλοία» κ.λπ.)
αρχ.
1. ο αυστηρά καθορισμένος, επιβεβλημένος, προδιαγεγραμμένος («ἐπιτακτόν... μέτρον», Πίνδ.)
2. (για εφεδρικό στρατό) ο τοποθετημένος στα μετόπισθεν («καὶ τους σκευοφόρους ἐντὸς τούτων τῶν ἐπιτάκτων ἐποιήσαντο», Θουκ.)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά ἐπίτακτα
οι διαταγές, οι προσταγές.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτακτός: указанный, предписанный (μέτρον Pind.).