δολιχοδρομέω
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
A run the δόλιχος, Aeschin. 3.91.
German (Pape)
[Seite 654] den Dolichos laufen, Aesch. 3, 91; στάδιον Poll. 3, 146.
Greek (Liddell-Scott)
δολῐχοδρομέω: τρέχω τὸν δόλιχον, Αἰσχίν. 66. 32.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
fournir la course du long stade.
Étymologie: δολιχοδρόμος.
Spanish (DGE)
correr el δόλιχος Aeschin.3.91, ὁ δὲ ἄριστα δολιχοδρομήσων τοὺς μὲν ὤμους καὶ τὸν αὐχένα κεκρατύσθω Philostr.Gym.32, cf. Tz.Comm.Ar.2.385.13.
Greek Monotonic
δολῐχοδρομέω: μέλ. -ήσω, τρέχω τον δόλιχον, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
δολιχοδρομέω: совершать большой пробег Aeschin.
Middle Liddell
δολῐχοδρομέω, fut. -ήσω
to run the δόλιχος, Aeschin. [from δολῐχοδρόμος]