συγγένειος

From LSJ
Revision as of 09:57, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγένειος Medium diacritics: συγγένειος Low diacritics: συγγένειος Capitals: ΣΥΓΓΕΝΕΙΟΣ
Transliteration A: syngéneios Transliteration B: syngeneios Transliteration C: syggeneios Beta Code: sugge/neios

English (LSJ)

ον, A akin, kindred, Ζεὺς σ. presiding over kindred, E.Fr.1000.

Greek (Liddell-Scott)

συγγένειος: -ον, συγγενικός, συγγένειος Ζεύς, “ὁ τὰ τῆς συγγενείας δίκαια ἐφορῶν” Εὐριπ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 5 (Εὐρ. Ἀποσπ. 988): - συγγενειάζω, εἶμαι συγγενὴς πρός τινα, συγγενεύω, τινὶ Ἐπιφάν. τ. 1, σελ. 986. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 324.

Greek Monolingual

-ον, Α συγγενής
συγγενικός.

Russian (Dvoretsky)

συγγένειος: охраняющий родственные узы (Ζεύς Eur.).