ἀποπετάννυμι

From LSJ
Revision as of 20:50, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπετάννῡμι Medium diacritics: ἀποπετάννυμι Low diacritics: αποπετάννυμι Capitals: ΑΠΟΠΕΤΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: apopetánnymi Transliteration B: apopetannymi Transliteration C: apopetannymi Beta Code: a)popeta/nnumi

English (LSJ)

A spread out, τρίβωνα D.L.6.77:—also ἀποπετάζω, Aq.Ex.5.4,al.

German (Pape)

[Seite 319] (s. πετάννυμι), auseinander breiten, Diog. L. 6, 77.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπετάννυμι: ἀνοίγω, σηκώνω, ἀποπετάσαντες τὸν τρίβωνα (τὸν καλύπτοντα τὸν Διογένη) ἔκπνουν αὐτὸν καταλαμβάνουσιν Διογ. Λ. 6. 77: ὡσάυτως ἀποπετάζω, Ἀκύλ. Παλ. Διαθ.

Spanish (DGE)

extender τὸν τρίβωνα D.L.6.77.

Greek Monolingual

ἀποπετάννυμι κ. άποπετάζω (Α)
ανοίγω, σηκώνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπετάννῡμι: распахивать одежду Diog. L.