ἀσάρωτος
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
English (LSJ)
[σᾰ], ον, A unswept, οἶκος a room paved in mosaic to look as if strewn with crumbs, Plin.HN36.184.
German (Pape)
[Seite 368] ungefegt, οἶκος ἀσ. Plin. H. N. 36, 25, ein Zimmer mit Mosaikfußboden, auf dem die Überbleibsel der Mahlzeit abgebildet waren.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσάρωτος: [σᾱ], ον, ὁ μὴ σαρωθείς: παρὰ Πλιν. Η. Ν. 36. 25, οἶκος ἀσάρωτος, ἔχων ἔδαφος ψηφωτόν.
Spanish (DGE)
-ον
• Grafía: lat. asaroton
no barrido n. de un célebre tipo de decoración del pavimento representando los restos de la comida asaroton oecon Plin.HN 36.184, cf. Hsch.s.u. ἄσαρος.
Greek Monolingual
και -ριστος, -ρωγος, -η, -ο (Α ἀσάρωτος, -ον) σαρώ
εκείνος τον οποίο δεν έχουν σαρώσει, ο ασκούπιστος.
Russian (Dvoretsky)
ἀσάρωτος: не подметенный: οἶκος ἀ. Plin. комната с полом, на котором мозаикой изображены остатки кушаний.