μυλάσασθαι
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
τὸ σῶμα ἢ τὴν κεφαλὴν σμήξασθαι (Cypr.), Hsch.
Greek Monolingual
μυλάσασθαι (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (στους Κυπρίους) «τὸ σῶμα ἢ τὴν κεφαλήν σμήξασθαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαρεμφάτου μυλάσασθαι αντιστοιχεί πιθ. σε ρ. παράγωγο ενός αμάρτυρου ουσιαστικού μῦλον. Το ελλ. μῦλ-ο- θα μπορούσε να αναχθεί σε ρίζα mū-dlo-, που όμως δεν συνδέεται με σλαβ. mū-dhlo- (πρβλ. αρχ. σλαβ. my-ti «πλένω, καθαρίζω», my-lo «σαπούνι»). Κατ' άλλη άποψη, ο τ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα meu- «υγρός, μουχλιασμένος, καθαρίζω» (πρβλ. αρχ. ινδ. mudira- «νέφος») και συνδέεται με τα: μύσος, μυδῶ «μουσκεύομαι». Το νεοελλ., τέλος, μουλιάζω συνδέεται πιθ. με το αρχ. μυλάσασθαι].
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: τὸ σῶμα η την κεφαλην σμήξασθαι (wipe off). Κύπριοι H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Since Fick 1, 517 (s. also Bechtel Dial. 1, 451) as denomin. from *μύλη or *μῦλον connected with a Slav. word for soap, e.g. Čech. mýdlo, Russ. mýlo (from OCS etc. my-ti wash). Greek μυλ- too can go back on μυδλ-, for Slav. -dl- also IE *-dhl- can be sonsidered. A continuant of μυλάσασθαι is NGr. μουλιάζω, μουλίασμα soak in water (Chios). -- WP. 2, 249, Pok. 741, Vasmer s. mýlo and mytь, Fraenkel Lit. et. Wb. s. máudyti; s. also Specht Ursprung 257 f. S. also μυδάω.
Frisk Etymology German
μυλάσασθαι: {mulásasthai}
Meaning: τὸ σῶμα ἢ τὴν κεφαλὴν σμήξασθαι. Κύπριοι H.
Etymology : Seit Fick 1, 517 (s. auch Bechtel Dial. 1, 451) als Denominativum von *μύλη oder *μῦλον zu einem slav. Wort für Seife. z.B. čech. mýdlo, russ. mýlo (von aksl. usw. my-ti waschen) gestellt. Auch griech. μυλ- kann auf μυδλ- zurückgehen, für slav. -dl- kommt indessen auch idg. -dhl- in Betracht. Ein Ableger von μυλάσασθαι ist ngr. μουλιάζω, μουλίασμα im Wasser einweichen (Chios). — WP. 2, 249, Pok. 741, Vasmer s. mýlo und mytь, Fraenkel Lit. et. Wb. s. máudyti; dazu noch Specht Ursprung 257 f. S. auch μυδάω.
Page 2,268