κορωνίζω

From LSJ
Revision as of 11:45, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορωνίζω Medium diacritics: κορωνίζω Low diacritics: κορωνίζω Capitals: ΚΟΡΩΝΙΖΩ
Transliteration A: korōnízō Transliteration B: korōnizō Transliteration C: koronizo Beta Code: korwni/zw

English (LSJ)

A bring to completion (cf. κορωνίς 11.2 b), ἓξ δεκάδας κεκορώνικε IPE2.298.9 (Panticapaeum).

Greek (Liddell-Scott)

κορωνίζω: ὃ ἐ. τῇ κορώνῃ ἀγείρω, συλλέγω χρήματα διὰ τῆς κορώνης, λέγεται δὲ ἐπὶ ἀλητῶν περιφερομένων μετὰ κορώνης καὶ ᾀδόντων ᾄσματα πρὸς χρηματολογίαν, (εἰρεσιώνας)· ἐκαλοῦντο δὲ οὗτοι κορωνισταὶ (Πλούτ., Ἡσύχ.)· καὶ ἔχομεν δεῖγμα τῶν κορωνισμάτων αὐτῶν παρ’ Ἀθην. 359 κἑξ.· πρβλ. χελιδονίζω, καὶ ἴδε Fauriel Chants de la Grèce Moderne, 1. σ. cix.

Greek Monolingual

κορωνίζω (Α)
1. τελειώνω κάτι, αποπερατώνω
2. μαζεύω χρήματα γυρίζοντας στις γειτονιές και κρατώντας στα χέρια κορώνην, κουρούνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1.< κορωνίς, ενώ με τη σημ. 2. < κορώνη].