κακοκρισία

Revision as of 10:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ἡ, A bad judgment, AP7.236 (Antip. Thess.); ἀπειρία καὶ κ. Plb.12.24.6.

German (Pape)

[Seite 1300] ἡ, schlechtes, ungerechtes Urtheil; Pol. 12, 24, 6; Ant. Th. 58 (VII, 236); Ep. ad. 390 (IX, 115).

Greek (Liddell-Scott)

κακοκρῐσία: ἡ, κακὴ κρίσις, Ἀνθ. Π. 7. 236, Πολύβ. 12. 24, 6.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
jugement illégal ou inique.
Étymologie: κακόκριτος.

Greek Monolingual

και κακοκρισιά, η (AM κακοκρισία)
κακή και άδικη κρίσηἀπειρία καὶ κακοκρισία», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -κρισία (< -κριτος < κρίνω), πρβλ. δικαιο-κρισία].

Greek Monotonic

κᾰκοκρῐσία: ἡ (κρίσις), κακή κρίση, εσφαλμένη απόφαση, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοκρῐσία: ἡ неправильный суд Polyb.

Middle Liddell

κᾰκο-κρῐσία, ἡ, κρίσις
a bad judgment, Anth.