κακόκριτος

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόκρῐτος Medium diacritics: κακόκριτος Low diacritics: κακόκριτος Capitals: ΚΑΚΟΚΡΙΤΟΣ
Transliteration A: kakókritos Transliteration B: kakokritos Transliteration C: kakokritos Beta Code: kako/kritos

English (LSJ)

κακόκριτον, = δύσκριτος, Gal.17(2).575, al.

German (Pape)

[Seite 1300] = δύσκριτος, Galen.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. δύσκριτος.
Étymologie: κακός, κρίνω.

Greek (Liddell-Scott)

κακόκρῐτος: ον = δύσκριτος, Γαλην. ἐν Ἀφορ. 3, 8., 4. 29.

Greek Monolingual

κακόκριτος, -ον (Α)
δύσκριτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -κριτος (< κρίνω), πρβλ. ιδιόκριτος].